Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Με τι ασχολείται ένας Συμβουλευτικός Ψυχολόγος;

   The British Psychological Society


Η Συμβουλευτική Ψυχολογία είναι ένας σχετικά πρόσφατος κλάδος της εφαρμοσμένης ψυχολογίας και ασχολείται με την ένσωμάτωση της θεωρίας και της έρευνας στην ψυχοθεραπεία. Η πρακτική της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας απαιτεί έναν υψηλό βαθμό αυτογνωσίας, καθώς και ικανότητα συσχέτισης της γνώσης και των διαπροσωπικών δεξιοτήτων και δυναμικών, στο θεραπευτικό πλαίσιο.

Τα βασικά καθήκοντα ενός Συμβουλευτικού Ψυχολόγου:

  • Κλινική συνέντευξη και αξιολόγηση
  • Εκτίμηση καταστάσεων κινδύνου (risk assessment)
  • Ψυχομετρική εξέταση (ψυχομετρικά τεστ)
  • Συγγραφή γνωματεύσεων, εκθέσεων και πιστοποιητικών
  • Ατομική Ψυχοθεραπεία παιδιών, εφήβων, ενηλίκων 
  • Ομαδική, Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία
  • Οργάνωση και εφαρμογή θεραπευτικού πλάνου
  • Αξιολόγηση του αποτελέσματος της θεραπείας 
  • Διατύπωση ατομικής περίπτωσης (case formulation)
  • Εποπτεία φοιτητών
  • Εκπαίδευση άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας
  • Εκπαίδευση γονέων (Σχολές Γονέων)
  • Εργασία σε πολυκλαδική ομάδα
  • Ερευνητικό έργο
  • Οργάνωση ανάπτυξης και εξέλιξης υπηρεσιών 

Πού εργάζεται ένας Συμβουλευτικός Ψυχολόγος;
Ένας Συμβουλευτικός Ψυχολόγος μπορεί να εργαστεί οπουδήποτε υπάρχουν άνθρωποι. Για παράδειγμα, σε σχολεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, παιδικούς σταθμούς, πανεπιστήμια, δήμους, νοσοκομεία, φυλακές κι επιχειρήσεις. Μπορεί να προσφέρει κλινικό έργο σε φορείς της υγείας, καθώς και της κοινωνικής πρόνοιας. Ορισμένοι Συμβουλευτικοί Ψυχολόγοι εργάζονται στον τομέα της διδασκαλίας και της έρευνας ή ως ιδιώτες σε γραφεία και οργανισμούς.



Προσαρμοσμένο στα Ελληνικά από την ιστοσελίδα του British Psychological Society – Division of Counselling Psychology, http://www.bps.org.uk


Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η χρήση ναρκωτικών ουσιών στην εφηβική ηλικία





imagesadol

Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών – Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

Η χρήση ναρκωτικών ουσιών από εφήβους είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί πολλούς γονείς. Όπως προκύπτει μέσα από διάφορες έρευνες, η χρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την νοητική και σωματική υγεία του εφήβου, τις επιδόσεις του στο σχολείο, την εξασφάλιση της αυτονομίας του, αλλά και να δημιουργήσει προβλήματα στη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέταξε τις εξαρτητικές ουσίες σε 7 διαφορετικές ομάδες ανάλογα με το βαθμό και τον τύπο της εξάρτησης που προκαλούν: α) ο τύπος της μορφίνης (περιλαμβάνει όλα τα οπιούχα), β) ο τύπος της κάνναβης, γ) ο τύπος των ψευδαισθησιογόνων (LSD, κτλ), δ) ο τύπος της αμφεταμίνης, ε) ο τύπος της κοκαΐνης, στ) ο τύπος των βαρβιτουρικών, αλκοόλ και ζ) ο τύπος ΚΗΑΤ (ο οποίος δεν είναι γνωστός στην Ευρώπη). Όλοι οι παραπάνω τύποι προκαλούν ψυχική εξάρτηση και μόνο ο τύπος μορφίνης, ο τύπος βαρβιτουρικών, αλκοόλ κι ο τύπος κοκαΐνης υπό ορισμένες προϋποθέσεις προκαλούν σωματική εξάρτηση (Ζαφειρίδης, 1989).

Γιατί ο έφηβος καταφεύγει στη χρήση;
Η χρήση και κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών από εφήβους είναι πλέον γεγονός που παρατηρείται έντονα και αποτελεί βασικό κοινωνικό πρόβλημα που ολοένα ενισχύεται.
Πολλές έρευνες σε Βρετανία και Αμερική υποστηρίζουν πως μέχρι την ηλικία των 19 χρόνων το 90% των εφήβων έχουν δοκιμάσει αλκοόλ, το 60% έχουν δοκιμάσει το κάπνισμα, το 50% έχουν κάνει χρήση χασίς, ενώ το 20% έχουν κάνει χρήση ναρκωτικών, όπως εισπνεόμενα, διεγερτικά και παραισθησιογόνα (Carr, 1999).

Η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος εσωτερικής σύγκρουσης και απομόνωσης, όπου ο έφηβος βιώνει έντονα συναισθήματα αποτυχίας επειδή δεν κατάφερε να φτάσει τα ιδανικά του, ενώ παράλληλα νιώθει ενοχές γιατί πιστεύει πως δεν είναι σωστό που νιώθει την ανάγκη να επαναστατεί. Οι φιλίες, οι αμφιβολίες για το μέλλον, ο έρωτας και οι ενοχές για τις πράξεις του, χαρακτηρίζουν κάποιες εσωτερικές πιέσεις που δέχεται. Στους περισσότερους εφήβους παρατηρούνται απρόβλεπτες αλλαγές στη διάθεση και στη συμπεριφορά τους, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που συχνά πειραματίζονται με διάφορες τοξικές ουσίες.

Η επαναστατικότητα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η κατάθλιψη, η πλήξη, η πίεση από συνομηλίκους, η απελπισία λόγω της ανεργίας είναι ανάμεσα στα χαρακτηριστικά που συνήθως συναντά κανείς στους εφήβους οι οποίοι κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών (Herbert, 1997). Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις εφήβων οι οποίοι κάνουν αυτό ακριβώς που οι γονείς αποδοκιμάζουν ή φοβούνται.
Ο έφηβος τοξικομανής προσπαθεί ναρκώνοντας τις αισθήσεις του να εξαφανίσει τον τεράστιο ψυχικό του πόνο. Βρίσκεται παγιδευμένος στα προσωπικά και κοινωνικά του αδιέξοδα και προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα (Μάτσα, 2001). Η σημερινή κοινωνία κάνει διακρίσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργεί περιθωριακά άτομα στα οποία δεν έδωσε ευκαιρίες, άτομα που δεν κατάφεραν να βρουν μια θέση και να ενσωματωθούν στο σύστημα.

Με αυτό τον τρόπο, μπλοκάρεται η διαδικασία ενσωμάτωσης του εφήβου στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή του ενηλίκου, με αποτέλεσμα να παρατείνεται και να πολυπλοκοποιείται η περίοδος της εφηβείας. Ο έφηβος βιώνει μια περίοδο ρευστότητας, ανασφάλειας, αβεβαιότητας, συναισθηματικής και οικονομικής εξάρτησης από το οικογενειακό περιβάλλον (Μάτσα, 2001). Είναι φανερό, λοιπόν, πως καταβάλλεται από την ψευδαίσθηση πως με τη βοήθεια των ουσιών θα καταφέρει να απαλλαχτεί από αυτές τις συγκρούσεις.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Carr, A. (1999). The handbook of child and adolescent clinical psychology: A contextual approach. New York: Routledge.
-Herbert, Μ. (1997). Ψυχολογική φροντίδα του παιδιού και της οικογένειάς του. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
-Ζαφειρίδης, Φ. (1989). Το πρόβλημα της χρήσης ναρκωτικών: η ψυχολογική, κοινωνική και νομική άποψη. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα.
-Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές...Το αίνιγμα της τοξικομανίας. Αθήνα: Άγρα.

Δημοσιεύτηκε στο http://www.childit.gr
στις 27/04/2011

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΤΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ


Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών – Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

Από νωρίς στη ζωή του το παιδί μαθαίνει, πρώτα από την οικογένεια και στη συνέχεια από το σχολείο, ότι η επιμέλεια, η εργατικότητα, η παραγωγικότητα, η προσπάθεια και η φιλοδοξία είναι αρετές που αμείβονται. Ξεχωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα της επιτυχίας και της εργασίας και απορρίπτει την ανεπιθύμητη ιδιότητα της τεμπελιάς και της αδιαφορίας. Είναι πολύ σημαντικό να μην ξεχνάμε πως πρέπει να βοηθήσουμε το παιδί να κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς. Για παράδειγμα, η εργασία, η δουλειά δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο για την εκπλήρωση κάποιων σκοπών, όπως η δημιουργία, η ευκαιρία για προσωπική ικανοποίηση, ολοκλήρωση και ανάπτυξη, καθώς και η εξασφάλιση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής. Με τον τρόπο αυτό αφυπνίζεται το ενδιαφέρον του παιδιού, η αυτοπεποίθησή του και εκείνη η δίψα του για περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις που είναι πάρα πολύ σημαντικές αν θέλουμε το παιδί να επιτύχει στη ζωή του.


Η συμβολή των γονέων
Όταν το παιδί αρχίζει το σχολείο, αρχίζει συνειδητά πλέον το θέμα της εργατικότητάς του να απασχολεί τους γονείς. Σε περίπτωση που το παιδί δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των γονέων και των δασκάλων του, το αποκαλούν ‘τεμπέλη’. Αν οι προσδοκίες του σχολείου και της οικογένειας για τις επιδόσεις που πρέπει να επιδείξει είναι εξωπραγματικές, δεν θα αργήσει να δείξει ανησυχία για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη δική του επίδοση και τις προσδοκίες των ενηλίκων. Άλλωστε, αυτοί, υποτίθεται, ότι ξέρουν καλύτερα! Για να καλύψει λοιπόν τις αποτυχίες του, το παιδί αναγκάζεται να δηλώνει ‘τεμπέλης’ και ‘αδιάφορος’. Υψώνει αυτή τη μάσκα για να κρύβεται και να δικαιολογεί τις αποτυχίες του.

Ένα άλλο λάθος που συχνά κάνουμε είναι να κρίνουμε την επιτυχία του παιδιού περισσότερο με εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι οι βαθμοί στις εξετάσεις και όχι με εσωτερικά δείγματα προσωπικής προαγωγής. Με βάση, δηλαδή, τη βελτίωση που επέτυχε το παιδί κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες εργάστηκε.

Το παιδί, για να έχει μια επιτυχημένη ‘καριέρα’ στο σχολείο, πρέπει να επιθυμεί και να πασχίζει να κάνει αυτό που του ζητούν οι γονείς και οι δάσκαλοι και, επιπλέον, να το κάνει σωστά. Να κάνει δηλαδή ό,τι του ζητούν οι άλλοι, οι σημαντικοί μεγάλοι. Όμως καθώς μεγαλώνει, θα πρέπει να διαμορφώσει τις δικές του προσδοκίες και τα δικά του ‘σταθμά’ για επιτυχία και διάκριση. Όταν το παιδί αρχίζει, μόνο του πλέον, να θέτει υψηλούς στόχους και να αγωνίζεται να τους πραγματώσει, βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό που λέμε ‘κίνητρο της επιτυχίας’. Το κίνητρο της επιτυχίας είναι μια εσωτερική δύναμη που ωθεί το παιδί σε υψηλές επιδόσεις. Πρόκειται για ένα κίνητρο που δεν είναι καθόλου έμφυτο στο παιδί, αλλά που διαμορφώνεται μέσα από τις συγκεκριμένες εμπειρίες του. Ήδη, από την ηλικία που τα παιδιά αρχίζουν το σχολείο, παρουσιάζουν σαφείς ατομικές διαφορές στον τομέα της μάθησης. Ορισμένοι μαθητές δαπανούν περισσότερο χρόνο και προσπάθεια σε πνευματικές ενασχολήσεις, ενώ άλλοι διοχετεύουν την ενεργητικότητά τους σε τεχνικές ή καλλιτεχνικές ενασχολήσεις.   


Σχολική επίδοση και νοημοσύνη
Μερικά παιδιά έχουν το κατάλληλο υψηλό κληροδοτημένο υλικό, για σχετικά υψηλές επιδόσεις, αλλά, για πολλούς λόγους, δεν το καταφέρνουν. Παρουσιάζουν δηλαδή χαμηλή επίδοση. Στα ευφυή αγόρια το φαινόμενο της χρόνιας χαμηλής επίδοσης ξεκινάει από πολύ νωρίς (από το δημοτικό), ενώ στα κορίτσια μπορεί να καθυστερήσει να φανεί ως το γυμνάσιο. Τα περισσότερα παιδιά με χαμηλή επίδοση δε νιώθουν καμία ιδιαίτερη ικανοποίηση από τη σχολική εργασία και όταν πρέπει να εργαστούν, καταβάλλουν μικρή προσπάθεια. Η προσοχή τους εύκολα διασπάται, σπάνια ολοκληρώνουν την εργασία τους και δεν έχουν στόχο την υψηλή σχολική επίδοση. Κάποιοι παράγοντες που επηρεάζουν την επίδοση του παιδιού είναι:

  • Το οικογενειακό περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη σχολική επίδοση του παιδιού. Αν οι γονείς ενθαρρύνουν από νωρίς την τάση του παιδιού για ανεξαρτησία, ενισχύουν, με τη στάση τους αυτή, και το ενδιαφέρον του για υψηλές επιδόσεις.
  • Το ενδιαφέρον που δείχνουν οι γονείς για τις επιδόσεις του παιδιού και η επιβράβευση που του παρέχουν προσδίδουν στο παιδί κίνητρα για την επιδίωξη της επιτυχίας.
  • Τέλος, καθοριστικό γεγονός για τη μετέπειτα απόδοση του παιδιού αποτελεί η απόδοση που είχε στο παρελθόν, μέσω της οποίας δημιουργείται ένα σύστημα προσδοκιών για επιτυχία ή αποτυχία.



Προσαρμοσμένο από το βιβλίο
«Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας – β’» του Martin Herbert (1996)
  Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών – Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης


Η έννοια του παιχνιδιού γεννιέται από πολύ νωρίς στο μυαλό του παιδιού. Παρατηρείται στη συμπεριφορά των βρεφών όταν κλοτσούν τα πόδια τους όταν τους κάνουν μπάνιο, για να έχουν τη χαρά να νιώθουν και να βλέπουν το πιτσίλισμα του νερού. Καθώς μεγαλώνει το παιδί, το παιχνίδι υπερβαίνει τα όρια του σώματος για να ενσωματώσει αντικείμενα και να εμπλέξει άλλους ανθρώπους. Το παιχνίδι μπορεί να περιλαμβάνει τρέξιμο, πήδημα, άλματα, καθώς και τη χρήση αντικειμένων.

Είναι πολύ σημαντικό για κάθε παιδί το παιχνίδι και η διασκέδαση. Η διασκέδαση είναι η ελευθερία που νιώθει κάποιος όταν αισθάνεται ασφαλής. Για το παιδί, χαρούμενο παιχνίδι νοείται μόνο όταν το ίδιο αισθάνεται ασφαλές, κι αν ταυτόχρονα αισθάνεται κι ελεύθερο σημαίνει ότι τα όρια της ασφάλειάς του είναι πολύ πλατιά και μπορούν να συμπεριλάβουν μικρές δυσκολίες και ίσως κάποια απρόοπτα συμβάντα. Η ελευθερία είναι ελκυστική για το παιδί μόνο όταν υπάρχει κάποιο όριο κι όταν, ταυτόχρονα, υπόσχεται και φέρνει εκπλήξεις που του επιτρέπουν να ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Και για να γίνω πιο σαφής, θα αναφερθώ σε ένα απλό παράδειγμα. Τα παιδιά τρελαίνονται να περνούν μέσα από σωλήνες που μοιάζουν με τούνελ. Τους αρέσει να πηγαίνουν μπουσουλώντας και να περνούν μέσα στο τούνελ, να σταματάνε στην μέση κι έπειτα να βγαίνουν με χαρούμενες φωνούλες που είναι σαφές σημάδι ότι το παιδί διασκεδάζει. Συγκεκριμένα τους αρέσει να περνούν εκεί μέσα κρυφά από τον ενήλικο, ο οποίος δεν έβλεπε που βρίσκονταν, ταυτόχρονα όμως είχαν το αίσθημα του ρίσκου που συνεπάγεται η ελευθερία και μαζί ένα αίσθημα ασφάλειας, διότι ήταν κύριοι του χώρου όπου είχαν πάει να κρυφτούν. Είναι τα γέλια, οι φωνούλες, η κινητικότητα καθώς ψάχνουν για εμπειρίες που να μπορούν να τις μοιραστούν με τρόπο συνωμοτικό, παιδιά ευτυχισμένα που βρίσκονται μαζί, μια παρέα! (Dolto, 1999)

Tα παιδιά έχουν μεγάλη ανάγκη να παίζουν!
Ναι, τα παιδιά έχουν μεγάλη ανάγκη να παίζουν, έστω και μόνα τους, έχουν ανάγκη να κινούνται και να ελέγχουν το χώρο. Επίσης έχουν ανάγκη να παίζουν με τα στοιχεία της φύσης, το νερό, την άμμο, τον αέρα, ακόμα και με τη φωτιά. Έχουν ανάγκη να κάνουν θόρυβο με τα αντικείμενα, να βγάζουν φωνές με το λάρυγγα, να φυσάνε τα σπίρτα, τα κεριά, να παίζουν με τα φώτα. Για τους μεγάλους ίσως είναι πρόβλημα να τα βλέπουν να αναβοσβήνουν τα φώτα ασταμάτητα. Τι ευχαρίστηση όμως για τα παιδιά να αισθάνονται απόλυτοι κύριοι του φωτός, του σκότους, της φωτιάς! Όταν υπάρχει φωτιά, τι ευχαρίστηση να πηγαίνουν να της ρίχνουν ένα κλαράκι, να το βλέπουν να αρπάζει φωτιά και μετά να σβήνει, τι ευχαρίστηση να μπορούν να ελέγχουν ένα μικρό κίνδυνο και πράγματα που συνήθως ανήκουν στην δικαιοδοσία των ενηλίκων! Τρελαίνονται να παίζουν με τον ανεμιστήρα, να πατούν ένα κουμπί να γυρίζει ο ανεμιστήρας κι ύστερα να σταματάει! Τα παιχνίδια με τα κουδούνια, τα ταμπούρλα, να κάνουν τα παιδιά διάφορους κρότους, να αντιλαμβάνονται ότι είναι κύριοι των αισθήσεών τους, να ανακαλύπτουν ρυθμούς. Αν προσέξει κανείς, είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει πώς αφυπνίζεται η ευφυΐα των παιδιών μόλις σταθεί κοντά τους ένας ενήλικας που δεν απαγορεύει αλλά σχολιάζει θετικά με λέξεις την ευρηματικότητα και την επιδεξιότητα τους. Αυτό είναι η διασκέδαση, να μπορεί κανείς να επινοεί διαφόρων ειδών χαρές, να έχει στενές συνωμοτικές σχέσεις με τους άλλους, να δείχνει τη χαρά του, να την ελέγχει, να μπορεί να χαίρεται μαζί με τους άλλους.

Όταν το παιχνίδι έχει εξελιχθεί σε κάτι ανιαρό το παιδί έχει την ικανότητα να επινοεί κάποια επικίνδυνα παιχνίδια, προκειμένου να ξεφύγει από την τριβή της καθημερινότητας. Στο παιχνίδι μπορεί κανείς να προσποιηθεί ότι παραβιάζει τα ήθη, μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση του επικίνδυνου, αλλά δεν πρέπει να είναι επικίνδυνο. Τότε υπάρχει πραγματικά ευχαρίστηση!

Ποια η στάση των ενηλίκων;
Οι περισσότεροι ενήλικοι επιμένουν ότι τα παιδιά πρέπει να μπαίνουν σε καλούπια όσο πιο νωρίς γίνεται. Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι το παιχνίδι δεν είναι παρά ένα σύντομο μεταβατικό στάδιο, που πρέπει να ξεχαστεί το γρηγορότερο, ώστε το παιδί να γίνει ένα πλάσμα πειθήνιο και να μπει σε συγκεκριμένα πλαίσια όπως όλος ο κόσμος. Αντίθετα όμως το παιχνίδι αποτελεί μια εκπληκτική δύναμη ανάπτυξης και πειθαρχίας!

Δεν είναι καλό οι ενήλικοι να ασκούν έλεγχο επάνω στο παιχνίδι των  παιδιών. Αν το κάνουν, αυτό αποτελεί επίδειξη εξουσίας η οποία απαγορεύει την ελευθερία. Αν ο ενήλικας του εξηγήσει τους νόμους του κόσμου με τους οποίους βρίσκεται και ο ίδιος αντιμέτωπος όσο και το παιδί, αν του επιτρέψει να δοκιμάσει βοηθώντας το, αφήνοντας του όμως όλο και μεγαλύτερη ελευθερία, το παιδί θα μάθει να ελέγχει τα φυσικά στοιχεία, θα μάθει πώς λειτουργεί ο μηχανισμός πραγμάτων που μπορεί να έχει κατασκευάσει ο ενήλικας και θα αναπτύξει έτσι μια αυτονομία που θα έχει τη βάση της στην προσωπική του εμπειρία. Η πειθαρχία την οποία επιβάλλει ο ενήλικας είναι σαθρή και βάζει το παιδί σε κίνδυνο μόλις λείψει από κοντά του. Η ανεκτικότητα της ευρηματικότητας όταν δε θέτει σε κίνδυνο τους άλλους αλλά και το ίδιο το παιδί, είναι καρπός της γνώσης των δυνατοτήτων που έχει αποκτήσει το παιδί.

Αν θέλει ο δάσκαλος ή ο γονιός να διασκεδάσει παιδιά ηλικίας από 3 έως 8 ετών, εκτός από τα κινητικά και τα ρυθμικά παιχνίδια ή τα παιχνίδια που απαιτούν δεξιοτεχνικές ικανότητες, μπορεί να τους προτείνει παιχνίδια ταυτότητας, δηλαδή μεταμφιέσεις και μάσκες. Με τον τρόπο αυτό το παιδί νιώθει ασφάλεια καθώς φαντάζεται ότι ζει σαν να ήταν άλλος. Είναι μια παραβίαση των συνηθειών της καθημερινότητας, παραβίαση που χαρίζει απόλαυση. Η καθημερινότητα, τα γνωστά, η επανάληψη είναι δίχως εκπλήξεις, προσφέρουν ασφάλεια, αλλά είναι κάτι το ανιαρό.

Ρόλος των ενηλίκων είναι να επαγρυπνούν ώστε η διασκέδαση να μπορεί να συνεχιστεί. Αν η ευρηματικότητα του ενός θέτει σε κίνδυνο τον άλλον, δε διασκεδάζει πια κανείς. Κι είναι πραγματικά απαραίτητο να το καταλάβει κανείς χειροπιαστά. Έτσι γεννιέται η πειθαρχία, κι όχι επειδή απλά το ζητάει ο ενήλικας.


Προσαρμοσμένο από το βιβλίο
 «Το παιδί και η γιορτή» της Φρανσουάζ Ντολτό (2000)
Σειρά: Ψυχολογία του παιδιού. Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα

ΤΟ ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ

Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών – Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

Τα συνεσταλμένα παιδιά είναι συνήθως παιδιά με κοινωνικές αναστολές, που διστάζουν να πάρουν πρωτοβουλίες και παρουσιάζουν περιορισμένη ενεργητικότητα σε σύγκριση με άλλα παιδιά. Αυτά τα παιδιά είναι συνήθως λιγότερο κοινωνικά και περισσότερο εσωστρεφή. Αυτό βέβαια δε συνεπάγεται πως το παιδί αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξή του ή ότι είναι λιγότερο ευφυές από τα άλλα παιδάκια. Απλά είναι διαφορετικό!


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Η περιορισμένη κοινωνικότητα του παιδιού, η οποία εκδηλώνεται στο ομαδικό παιχνίδι, σε ομαδικές εργασίες, ομιλίες, στην έκθεση του παιδιού ενώπιον άλλων ατόμων· δραστηριότητες τις οποίες συχνά αποφεύγει το ντροπαλό παιδί.

Όταν χάνει σε ένα παιχνίδι ή δυσκολεύεται να πάρει μέρος σε μια κοινωνική αλληλεπίδραση τα παρατάει αμέσως, αποσύρεται εκφράζοντας θυμό ή απάθεια. Δύσκολα ή μετά από πολύ χρόνο θα ξαναπροσπαθήσει να λάβει μέρος σε παρόμοιες δραστηριότητες.  

Κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι η ευαισθησία του παιδιού στην αρνητική κριτική και τις επιπλήξεις, θλιμμένο ύφος, κοκκινίζει εύκολα, δεν τολμάει να κοιτάξει το συνομιλητή του, τρέμουν τα ποδαράκια του, τα χεράκια του, επίσης εκδηλώνει κάποιες δυσκολίες στην ομιλία, όπως το να μιλάει γρήγορα, απότομα, με τρεμάμενη φωνή, απαντάει μονολεκτικά, χάνει τα λόγια του και τη ροή της σκέψης του.

Γενικά, προτιμούν να περνάνε απαρατήρητα αυτά τα παιδιά σε μια συζήτηση χωρίς καμία συνεργασία με τους συνομιλητές τους.


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ;
Τα ερευνητικά δεδομένα που έχουμε δεν υποστηρίζουν το ότι κάποια παιδιά γεννιούνται περισσότερο συνεσταλμένα από άλλα. Στην ουσία, τα παιδιά μαθαίνουν να είναι ντροπαλά, είτε γιατί επανειλημμένως έχουν απειληθεί και τρομοκρατηθεί από άλλους, είτε γιατί δεν διαθέτουν ακόμη την ανάλογη κοινωνική εμπειρία. Απλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μάθουν κάτι διαφορετικό από τη συστολή, όταν βρίσκονται σε κόσμο (Herbert, 1996).

Έπειτα, η αρνητική αξιολόγηση η οποία προέρχεται τόσο από το ίδιο το παιδί, όσο και από γονείς, δασκάλους και φίλους του παιδιού, καθώς και η αμφιβολία για το αν θα τα καταφέρει σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Όλα αυτά του προκαλούν ανασφάλεια. Π.χ. ‘Δεν είσαι ικανός ούτε το ποίημά σου να πεις’, ‘Πάλι δεν τα κατάφερες’, ‘Είσαι ανίκανος’, ‘Τόσο δύσκολο ήταν και δεν τα κατάφερες;’

Η πίεση που ασκείται από τους γονείς φέρνει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση το διστακτικό παιδί. Με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται περισσότερο στο να διεκδικεί αυτό που επιθυμεί και να παρουσιάζει ακόμη πιο μεγάλη δυσκολία στο να εκφράζει την άποψή του.

Το συνεσταλμένο παιδί συχνά θεωρεί πως αποτυγχάνει στις παρέες και την επικοινωνία του γενικότερα επειδή δεν διαθέτει κάποιες ικανότητες. Κι αντί για ικανότητες πιστεύει πως έχει κάποια έμφυτα αρνητικά χαρακτηριστικά τα οποία του δημιουργούν όλες αυτές τις δυσκολίες. Όσο θεωρεί κάτι τέτοιο για τον εαυτό του, δεν κάνει κάτι για να το διορθώσει. Το δέχεται ως γεγονός και σκέφτεται ότι  είναι μάταιο να προσπαθεί να επιτύχει σε μια κοινωνική επαφή, αφού δεν θα έχει θετικό αποτέλεσμα. Τίποτα δεν θα αλλάξει, όπως δεν άλλαξε εδώ και τόσο καιρό! Αυτή η στάση του παιδιού διαιωνίζει την κατάστασή του, είναι ένας φαύλος κύκλος από τον οποίο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνει πως είναι ανώφελο να προσπαθεί.

Τέλος, το άγχος που βιώνει το παιδί σε μια κοινωνική επαφή μαζί με την αρνητική αντίληψη που έχει για τις δικές του κοινωνικές  ικανότητες. Το άγχος που βιώνει το παιδί είναι αποτέλεσμα της ανησυχίας και του φόβου μπροστά σε μια αληθινή ή και φανταστική κοινωνική αποτυχία. Αυτό το άγχος του παιδιού καθώς και η αρνητική αντίληψη για τον εαυτό του μπορεί να είναι αποτέλεσμα προηγούμενων έντονων τραυματικών εμπειριών και απορριπτικών συμπεριφορών από γονείς ή φίλους.

ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΘΩ ΣΤΟ ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ;
  • Αποφύγετε τη σύγκριση της επίδοσης του παιδιού με αυτή των αδελφών ή φίλων του. Πολλές φορές λέμε: ‘Δες ο Βασιλάκης τα κατάφερε καλύτερα από εσένα’, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα κινητοποιήσουμε το παιδί. Η αλήθεια είναι ότι ένα κάπως περισσότερο ευαίσθητο και ανασφαλές παιδί, τραυματίζεται με μια τέτοιου είδους συμπεριφορά. Είναι προτιμότερο να του πούμε: ‘Δεν πειράζει που δεν κατάφερες να πεις όλο το ποίημα σου. Τα κατάφερες καλύτερα από πέρσι που δεν είχες ανέβει ούτε στον πίνακα για να το πεις’. Με αυτόν τον τρόπο εντοπίζουμε έστω και τη μικρή βελτίωση, κι αυτό ενισχύει το παιδί.
  • Κάτι άλλο που μπορούν να κάνουν οι γονείς είναι να αποφεύγουν τα σχόλια και τους χαρακτηρισμούς που κάνουν το παιδί να νιώθει ντροπή και αμηχανία, ιδιαίτερα μπροστά σε τρίτους. Όπως για παράδειγμα: ‘Είσαι πολύ ντροπαλός’ ή ‘Είσαι πολύ δειλός’ ή ‘Ο Τάσος δε μας έφερε καλούς βαθμούς’. Τέτοια σχόλια ενισχύουν τη διαμόρφωση της αρνητικής κοινωνικής αντίληψης του παιδιού. Κι επειδή δεν θέλουμε να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι προτιμότερο απλά να περιγράψουμε το συμβάν χωρίς να κριτικάρουμε την συμπεριφορά του παιδιού, όπως: ‘Είδα πως σηκώθηκες να πεις το ποίημα σου, είπες το μισό και μετά έφυγες από τον πίνακα και ήρθες κάτω’. Μετά από ένα τέτοιο συμβάν είναι καλό να συζητήσουμε με το παιδί γι’αυτό που έγινε. Κι αυτό γιατί τα παιδιά τείνουν να κατηγορούν πολύ αυστηρά τον εαυτό τους μετά από μια αποτυχία, π.χ. ‘Δεν κατάφερα να πω το ποίημα μου, είμαι χαζός’. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και πρέπει να το καταλάβουν οι γονείς και να βοηθήσουν το παιδί να διώξει αυτές τις σκέψεις με λογικά επιχειρήματα κι όχι μόνο με λόγια της παρηγοριάς.
  • Οι γονείς καλό είναι να επιβραβεύουν τα θετικά επιτεύγματα του παιδιού, αλλά και τα μικρά δείγματα κοινωνικότητας.
  • Πολύ σημαντικό είναι να μην επιτρέπουν στο φυσιολογικό για την κατάσταση άγχος τους, να εκφραστεί με ένταση και νεύρα προς το παιδί, αποδοκιμάζοντας το ή φωνάζοντας.
  • Επίσης, να φροντίζουν ώστε το παιδί στον ελεύθερο χρόνο του να ασχολείται με διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες, οι  οποίες θα το βοηθήσουν να ξεπεράσει τους κοινωνικούς φόβους του. Κάτι πολύ εποικοδομητικό αλλά και διασκεδαστικό που μπορούν να κάνουν οι γονείς για να βοηθήσουν το παιδί είναι να παίξουν μαζί του ένα παιχνίδι ρόλων, όπου θα κάνουν πρακτική εξάσκηση του πώς μιλάμε μπροστά σε ένα κοινό, πώς συμμετέχουμε σε μια συζήτηση, πώς παίρνουμε πρωτοβουλίες για να πούμε κάτι ή να ζητήσουμε κάτι που επιθυμούμε ή ακόμα να αρνηθούμε κάτι που μας δυσαρεστεί.
  • Δραστηριότητες που μπορεί να ξεκινήσει το παιδί και θα το βοηθήσουν σημαντικά, όπως παιδικό θέατρο, προσκοπισμός, οτιδήποτε έχει να κάνει με ομαδικές δραστηριότητες.
  • Δώστε του χρόνο! Τα παιδιά αυτά έχουν το δικό τους ρυθμό.
  • Τέλος, ίσως να υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που δυσχεραίνουν τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Αν δυσκολεύεστε να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας, ζητήστε τη βοήθεια ενός ειδικού.     


Βιβλιογραφία
- Herbert, M. (1996), «Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας – α’».  Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα.


Δημοσιεύτηκε στο http://www.dromostherapeia.gr
στις 23 Μαρτίου 2011.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΖΗΛΙΑ


Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών – Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης


«Η ζήλια είναι ένα αίσθημα όμορφο και υγιές. Γεννιέται από την αγάπη. Αν τα παιδιά ήταν ανίκανα να αγαπήσουν δε θα ζήλευαν» Winnicott, D. (Βρετανός Ψυχολόγος και Ψυχαναλυτής)

Η ζήλια μεταξύ αδελφών είναι ένα αληθινό και δυνατό συναίσθημα που δε μπορούμε έτσι απλά να εξοντώσουμε, λέγοντας στο παιδί ‘Μη ζηλεύεις τον αδερφό σου!’





ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ Η ΖΗΛΙΑ; 
Όταν αγαπάμε κάποιον φοβόμαστε μην τον χάσουμε Þ ζηλεύουμε όποιον παρεμβαίνει στην αγάπη αυτή και είναι λογικό να θέλουμε να τον εξουδετερώσουμε.

Το συναίσθημα της ζήλιας πηγάζει από τη βαθιά αγάπη του παιδιού προς τους γονείς του.
 
Θετική πλευρά ζήλιας
-Ζήλια: απόδειξη ότι το παιδί δε θέλει να χάσει την αγάπη των γονιών του.

-Αν η ζήλια ξεπεραστεί με επιτυχία, τότε τα παιδιά που έχουν αδέρφια έχουν τη μεγάλη τύχη να παίρνουν από αυτά ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: το να μαθαίνουν να συνυπάρχουν με άλλους, να μοιράζονται αντικείμενα και συναισθήματα, αλλά και να εξελίσσονται ελεύθερα. 

-Μέσα από τη διαδικασία διάλυσης της ζήλιας το παιδί ωριμάζει, γίνεται πιο υπεύθυνο καθώς αναγκάζεται να ψάξει τρόπους να ξεπεράσει τη ζήλια του και βγαίνει από όλο αυτό πιο δυνατός και αυτόνομος.

Αρνητική πλευρά ζήλιας
Η ζήλια, όπως και η αγάπη, είναι ένα συναίσθημα το οποίο μεγαλώνει, ριζώνει, δυναμώνει και απλώνεται μέχρι που σβήνει κάθε ικανότητα λογικής σκέψης και συμπεριφοράς. Το παιδί που ζηλεύει δυσκολεύεται να δει τα πράγματα αντικειμενικά και ωθείται σε παράλογη και πολλές φορές βίαιη συμπεριφορά.

Παρόλα αυτά η ζήλια δεν πρέπει να καταπιέζεται. Το να νιώθει το παιδί ζήλια απέναντι στο αδερφάκι του, να μπορεί να την εκφράζει για να την ξεπεράσει είναι ένας υποχρεωτικός σταθμός στην ανάπτυξη και ψυχολογική ωρίμανσή του.

ΠΑΙΖΕΙ ΡΟΛΟ Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ;
Το συναίσθημα της ζήλιας παρατηρείται πιο έντονο στην ηλικία των 15 μηνών. Μεγαλώνει και δυναμώνει μεταξύ 3 και 5 ετών, όπου αν κι έχει αποκτήσει αρκετή αυτονομία το παιδί, αισθάνεται ταυτόχρονα την ανάγκη να νιώθει προστατευμένο. Από 6 ετών και μετά η ζήλια υποχωρεί, επειδή τα παιδιά αρχίζουν να ανεξαρτητοποιούνται περισσότερο από τους γονείς και να δημιουργούν μια θέση για τον εαυτό τους ανάμεσα σε φίλους, δασκάλους, κτλ. Αυτό δε σημαίνει ότι από εδώ και πέρα το παιδί δε ζηλεύει, απλά οι σχέσεις εκτός οικογένειας που δημιουργεί το βοηθάνε να αντιμετωπίζει τη ζήλια.

Την ώρα του θηλασμού παρατηρείται περισσότερη ζήλια. Δε χρειάζεται να το κάνετε κρυφά, διαλέξτε μια ώρα που το παιδί θα λείπει ή θα κοιμάται ή θα ασχολείται με κάτι άλλο, π.χ. ας παίξει μαζί του ο μπαμπάς.

Οι ανοιχτές πληγές που αφήνει η ζήλια εξακολουθούν να πονάνε ακόμα και μετά την ενηλικίωση. Παιδιά περισσότερο ευαίσθητα ή παιδιά που δεν έχουν βρει ένα ‘μέρος’ για τον εαυτό τους στο έξω κόσμο, χρειάζονται φροντίδα, προστασία και υπενθύμιση της αγάπης του γονέα, ανεξάρτητα από την ηλικία τους.



 
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;


Αποφύγετε:

‘Πρέπει να ντρέπεσαι γι’ αυτό που έκανες στον αδερφό σου’: έτσι δημιουργούνται  τύψεις στο παιδί

‘Δεν είσαι καλό παιδί’: έτσι γινόμαστε επικριτικοί και βάζουμε ταμπέλες

‘Δεν έγινε και τίποτα!’: έτσι αδιαφορούμε σαν να μη συνέβη τίποτα

Τίποτα από αυτά δε μειώνει τη ζήλια.

Το Λάθος

  • Μην ξεχνάτε πως το παιδί 'μισεί' το αδελφάκι του επειδή φοβάται ότι το αγαπάμε περισσότερο.
  • Αν θυμώσετε ή μαλώσετε το παιδί επειδή ‘έτσι θα μάθει ότι κάποια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει’, τότε ο φόβος του θα μεγαλώσει και θα νιώσει τύψεις.
  • Αν νιώσει ότι ο γονιός το απορρίπτει, τότε θα ταραχτεί (άσχετα αν το δείξει ή όχι) και θα 'μισήσει' τον αδερφό του. Επίσης, θα νιώσει τύψεις.
  • Αφού νιώσει τύψεις, θα μάθει να μην εκφράζει τη ζήλια του. Θα την κρατάει μέσα του κι έτσι θα διαρκέσει περισσότερο, ακριβώς επειδή δε βρίσκει τρόπο να την εκφράσει.

Το Σωστό

Δεν είναι λάθος να δείξουμε στο παιδί ότι εκνευριστήκαμε και με προσοχή να το βοηθήσουμε να καταλάβει ότι δεν είναι ο ίδιος κακός, αλλά η συμπεριφορά του, την οποία μπορεί να αλλάξει. 

Ο τρόπος με τον οποίο το παιδί λύνει και ξεπερνάει το αίσθημα της ζήλιας, είναι πολύ σημαντικός. Αν δε λυθεί κι απλά το προσπεράσουμε, θα το κουβαλάει μαζί του (π.χ. κτητικός ενήλικας).

-Το παιδί έχει ανάμεικτα συναισθήματα (αγάπη + ‘μίσος’) για το μπέμπη. Μπορείτε να τον βοηθήσετε να βγάλει στην επιφάνεια την αγάπη του κι έτσι μειώνεται η ζήλια και το ‘μίσος’. Ας βάλουμε τα συναισθήματα σε λέξεις: μπορείτε να πείτε ‘Καταλαβαίνω πως είσαι θυμωμένος και ίσως ζηλεύεις το μωρό, αλλά με το να χτυπάς το μωρό δε σε βοηθάει’, ‘Η μαμά και ο μπαμπάς σας αγαπάμε και τους δυο το ίδιο’, ‘Και ο μπέμπης σε αγαπάει πολύ’.

-Η ζήλια μπορεί να εκφραστεί από το παιδί προς το μπέμπη με κάποιο χτύπημα ή τράβηγμα, αλλά και προς τη μητέρα κάνοντας διάφορες ζημιές στο σπίτι. Κάποιο άλλο παιδί μπορεί να αντιδράσει με σημάδια λύπης και απόσυρσης ή έντονης προσκόλλησης στη μητέρα ή σημάδια παλινδρόμησης (π.χ. βύζαγμα δαχτύλου).

Όταν το παιδί χτυπά το αδερφάκι του κι ο γονιός το μαλώνει, αυτό δε βοηθάει για 2 λόγους:

α) αρχίζει να μισεί + να ζηλεύει περισσότερο το αδερφάκι του επειδή πιστεύει πως το αγαπάνε περισσότερο
β) όταν οι γονείς θυμώνουν με αυτήν τη συμπεριφορά του παιδιού, μοιάζει όντως να αποσύρουν την αγάπη τους για το παιδί.

Είναι πολύ μικρός για να καταλάβει πως οι γονείς του μπορεί να θυμώσουν με αυτό που έκανε, αλλά συγχρόνως συνεχίζουν να τον αγαπάνε. Και καθώς αισθάνεται πως δεν τον αγαπάνε οι γονείς του, μεγαλώνει η ανησυχία και  το ‘μίσος’ του. Επίσης, το μάλωμα οδηγεί το παιδί στο να κρύβει τα συναισθήματα ζήλιας που ούτως ή άλλως βιώνει. Αυτό είναι χειρότερο γιατί έτσι διαρκεί περισσότερο η ζήλια του. Πρέπει να επιτρέψουμε στο παιδί να βγάλει τα συναισθήματά του στην επιφάνεια, αλλά φροντίζοντας για τα εξής:

α) πρέπει να προστατέψετε το μωρό
β) πρέπει να δείξετε στο παιδί πως δεν επιτρέπεται
σε καμία περίπτωση να κάνει πράξη τα συναισθήματά του.
γ) να τον επιβεβαιώσετε πως ακόμα τον αγαπάτε
και πως είναι πολύ καλό παιδί (οι πράξεις του είναι ‘κακές’, όχι ο ίδιος).

Όταν δείτε πως ετοιμάζεται να χτυπήσει το μωρό, προσπαθήστε να αρπάξετε το παιδί στην αγκαλιά σας και πείτε του ‘Δεν πρέπει να χτυπήσεις το μωρό’. Παράλληλα, διδάξτε στο παιδί πως τα συναισθήματά του είναι κατανοητά + δεκτά, αυτό που δεν είναι δεκτό είναι το να τα κάνει πράξη. π.χ. ‘Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι κάποιες φορές. Εύχεσαι να μην υπήρχε τριγύρω ένα μωρό για τη μαμά και το μπαμπά να φροντίζουν. Θα ήθελες ίσως να φροντίζουμε μόνο εσένα. Μην ανησυχείς όμως γιατί σε αγαπάμε το ίδιο.’, ‘Είσαι μοναδικός στον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση σου στην καρδιά του μπαμπά και της μαμάς.’

Αν κατανοήσει το παιδί πως μια τέτοια στιγμή οι γονείς του δέχονται τα συναισθήματά του αλλά όχι τις πράξεις του κι ακόμα τον αγαπάνε, είναι η καλύτερη απόδειξη για το ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί.        
Δείξτε ότι: κατανοείτε τα αρνητικά συναισθήματά του,
αλλά δεν επιτρέπετε να τα κάνει πράξη.

-Προσπαθήστε να του δίνετε σημασία και προσοχή και συμπεριλάβετε τον στη φροντίδα του μωρού. Επιβραβεύστε τον που βοήθησε και μην ξεχνάτε να του λέτε πόσο πολύ εσείς και το μωρό τον αγαπάτε. Όταν το μωρό του χαμογελάει και του κάνει χαρές, πείτε: ‘Δες πόσο σε αγαπάει ο μπέμπης! Σου κάνει χαρούλες που τον βοήθησες να φάει!’

-Αποφεύγετε τη σύγκριση μεταξύ τους. Αν τον συγκρίνετε συνεχώς με τον αδερφό του (είτε ανοιχτά, είτε στο μυαλό σας), το καταλαβαίνει, αισθάνεται δυσάρεστα και δεν αποκλείεται να βιώνει μια μνησικακία απέναντι στον αδερφό του, αλλά και σε εσάς. Όσο λιγότερες συγκρίσεις, τόσο καλύτερα. Αν πείτε: ‘Γιατί δε μπορείς να είσαι ευγενικός, σαν τον αδερφό σου;’ τότε αρχίζει να ‘μισεί’ τον αδερφό του, αλλά και την ιδέα της ευγένειας.

-Το γεγονός ότι ‘πρέπει να’ αγαπάμε στον ίδιο βαθμό και τα δυο παιδιά δε σημαίνει πως πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με ταυτόσημο τρόπο.
π.χ. ‘Γιώργο σου πήρα ένα μπλε ωραίο αυτοκινητάκι. Γιάννη πήρα και για σένα ένα ίδιο.’ Σε αυτήν την περίπτωση τα παιδιά αντί να ικανοποιηθούν, εξετάζουν ύποπτα αν τα 2 παιχνίδια διαφέρουν σε κάτι. Είναι σαν να λέτε: ‘Σου πήρα κι εσένα ένα για να μη ζηλεύεις’, αντί να πείτε: ‘Σου το πήρα, για σένα, επειδή ήξερα ότι θα σου άρεζε’.

Είναι καλό να ξεκαθαρίσετε πως όλοι μέσα στην οικογένεια είναι μοναδικοί + σημαντικοί, κι έτσι ο καθένας θέλει και χρειάζεται διαφορετικά πράγματα. ‘Ο Γιώργος λατρεύει τα αυτοκινητάκια, κι έτσι βρήκα αυτό το ωραίο γι’ αυτόν. Ο Γιάννης λατρεύει τα τρακτέρ, οπότε ορίστε ένα ωραίο τρακτέρ γι’ αυτόν.’      

-Όσο λιγότερο ανακατεύεστε στη σχέση των δυο αδελφών (ή και στους καυγάδες τους), τόσο ευκολότερα θα δημιουργηθεί ανάμεσά τους βαθιά αλληλεγγύη που αντέχει στο χρόνο. Να παρέμβετε μόνο σε έντονες διαμάχες: απαιτήστε το τέλος της διαμάχης, αρνηθείτε να ακούσετε οποιαδήποτε άποψη, αδιαφορήστε για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, συγκεντρωθείτε στο τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια και περάστε το μήνυμα ‘περασμένα-ξεχασμένα’. Μην πάρετε κανενός το μέρος.

Όταν τα παιδιά είναι μεγάλα, είναι σημαντικό να τα αφήσετε να διαμορφώσουν τη σχέση τους χωρίς τη βοήθειά σας. Μην παρεμβαίνετε (εκτός αν υπάρχει κίνδυνος) και μη πέφτετε στην παγίδα που σας στήνουν.

-Προσοχή στα δώρα. Τον πρώτο καιρό καλό είναι να φροντίσετε να παίρνει κάποιο δώρο και ο μεγάλος όποτε παίρνει ο μικρός.

-Ξεφυλλίστε το φωτογραφικό άλμπουμ με φωτογραφίες από την εποχή που ήταν μωρό. Έτσι θα δει ότι είχε κι εκείνο τις ίδιες ανάγκες παλιότερα.



Βιβλιογραφία
- Λανιάντο Ν. (2003), «Παιδιά που ζηλεύουν. Βιβλιοθήκη για γονείς». Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη


Δημοσιεύτηκε στο http://www.childit.gr
στις 02/04/2011